-
1 κάρα
Meaning: αιξ ἥμερος Πολυρρήνιοι ὑπὸ Γορτυνίων... ἄλλοι δε ἡ συκῆ. Ἴωνες τὰ πρόβατα, καὶ την κεφαλήν H.Origin: XX [etym. unknown]Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κάρα
См. также в других словарях:
CARIA — nunc Aldinelli, regio minoris Asiae inter Lyciam nunc Mesenteli, et Ioniam Strabo eam a Boreâ Maeandri flumine clausit, ab occidente Icariô, et Myrtoô pelagô, a meridie rhodiensi, ab ortu Lyciis, et aliis gentibus, magnamque Tauri montis partem… … Hofmann J. Lexicon universale
πρόβατο — Αρτιοδάκτυλο μηρυκαστικό του γένους Όβις. Όπως συνέβη και με τη γίδα, το π. έγινε κατοικίδιο, τουλάχιστον στην Ασία, από τους προϊστορικούς χρόνους. Αν και δεν είναι γνωστό από ποια άγρια είδη προήλθαν οι διάφορες φυλές των π. που εκτρέφονται… … Dictionary of Greek
διφθέρα — I Το κατεργασμένο δέρμα που χρησιμοποιούσαν για γραφή οι αρχαίοι Έλληνες, αλλά και το δερμάτινο ένδυμα των πιο φτωχών, αγροτών ή βοσκών, που κάλυπτε και το κεφάλι. Κατά τον Ηρόδοτο, οι Ίωνες ονόμαζαν δ. τα βιβλία από πάπυρο, επειδή παλαιότερα,… … Dictionary of Greek